-
1 πόρτις
Aπόρτιας Ant.Lib. 23.3
), calf, young heifer (younger than δαμάλη, Sch.Theoc.1.75), Il.5.162, h.Cer. 174, S.Tr. 530 (lyr.), etc.;δαμάλαι καὶ πόρτιες Theoc.1.75
;ἀεργηλὴν ἔτι π. A.R.4.1186
; young cow, Theoc.1.121, Mosch.3.82: rarely masc., A.Supp.41 (lyr.), 314.
См. также в других словарях:
πόρτις — και πόρις, ιος, ἡ, μτγν τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α 1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.) 2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.) 3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος» … Dictionary of Greek